- καψάριος
- καψάριος, ὁ, = Lat.A capsarius, IG3.1171.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καψάριος — καψάριος, ὁ (Α) 1. αυτός που κρατά τον θύλακο*, ο θυλακοφόρος 2. ο δούλος που κρατούσε τη θήκη τών βιβλίων τών παιδιών όταν πήγαιναν στον δάσκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (I) + επίθ. άριος (πρβλ. σπαθ άριος, ταβουλ άριος)] … Dictionary of Greek